- υποστατός
- η , ό[ν]1) существующий, действительный, реальный; имеющий основания; 2) подставленный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑποστατός — set under masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόστατος — set under masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστατός — ή, ό / ὑποστατός, ή, όν, ΝΑ, και ὑπόστατος, ον, Α [ὑφίστημι] νεοελλ. αυτός που υπάρχει ή που μπορεί να υπάρχει αρχ. 1. αυτός που τίθεται ως θεμέλιο, ως βάση 2. υποφερτός («θεὸς... θνητοῑς οὐδαμῶς ὑποστατός», Ευρ.) 3. αυτός που υπάρχει πραγματικά … Dictionary of Greek
υποστατός — ή, ό αυτός που μπορεί να υπάρχει, ο υπαρκτός, ο πραγματικός (αντίθ. ανυπόστατος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστατόν — ὑποστατός set under masc/fem acc sg ὑποστατός set under neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατοῦ — ὑποστατός set under masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατούς — ὑποστατός set under masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατά — ὑποστατός set under neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάτου — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen sg ὑποστάτης that which stands under masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάτων — ὑπόστατος set under masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάτῳ — ὑπόστατος set under masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)